- λινῇ
- λίνεοςof flaxfem dat sg (attic epic)λινῆι , λινεύςmasc dat sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λινῆ — λίνεος of flax neut nom/voc/acc pl (attic epic) λίνεος of flax fem nom/voc sg (attic epic) λινεύς masc nom/voc/acc dual λινεύς masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιτόλινον — μιτόλινον, τὸ (Μ) λινή κλωστή, λινό νήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μίτος + λίνον «λινή κλωστή»] … Dictionary of Greek
δαντέλα — Λεπτότατο διαφανές πλέγμα από λινή, βαμβακερή, μεταξωτή ή χρυσή κλωστή. Σήμερα κατασκευάζονται δ. και από συνθετικές ίνες, νάιλον κλπ. Η λέξη δ. προέρχεται από το γαλλικό dentelle (με ετυμολογία από τη λέξη dent που σημαίνει δόντι) και… … Dictionary of Greek
λινάρι — Κοινή ονομασία δικοτυλήδονων φυτών του γένους Linum, της οικογένειας των λινιδών, της τάξης των γερανιιδών. Το γένος αυτό περιλαμβάνει περίπου 230 είδη. Πρόκειται για ποώδη, ασιατικής καταγωγής φυτά, μονοετή ή πολυετή, ανάλογα με την περιοχή όπου … Dictionary of Greek
λινόκροκος — λινόκροκος, ον (Α) υφασμένος με λινή κλωστή. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + κρόκος (πρβλ. διά κροκος] … Dictionary of Greek
λινόπεπλος — λινόπεπλος, ον (Α) αυτός που φορά λινή εσθήτα, λινό φόρεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + πέπλος (< πέπλος), πρβλ. καλλί πεπλος, μελάμ πεπλος] … Dictionary of Greek
λινόχλαινος — λινόχλαινος, ον (Α) αυτός που έχει λινή χλαίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + χλαινος (< χλαῖνα), πρβλ. θηρό χλαινος, λεοντό χλαινος] … Dictionary of Greek
μετροταινία — η λινή, πλαστική ή μεταλλική ταινία βαθμονομημένη σε μέτρα, εκατοστόμετρα και χιλιοστόμετρα που χρησιμοποιείται ως όργανο μέτρησης μήκους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέτρο + ταινία (πρβλ. μαγνητο ταινία). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
μετροταινία — η μεταλλική ή λινή ταινία με την οποία μετρούν μεγάλες εκτάσεις και αποστάσεις: Μετρήσαμε την έκταση του χωραφιού με μετροταινία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)